- Ρέιγκαν Ρόναλντ
- Bλ. Ρίγκαν Ρόναλντ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρίγκαν, Ρόναλντ — (Ρέιγκαν Reagan, 1911 –) Πρόεδρος των HΠA (1981 1989), ηθοποιός κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Ταμπίκο του Ιλλινόις το 1911. Μετά τις βασικές σπουδές του εργάστηκε σε ραδιοφωνικό σταθμό ως εκφωνητής αθλητικών εκδηλώσεων και το 1937 εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… … Dictionary of Greek
μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή … Dictionary of Greek
Βόζνιακ, Στιβ — (Steven Wozniak,Καλιφόρνια 1950 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός και επιχειρηματίας. Μεγάλωσε στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Σίλικον Βάλεϊ, πατρίδα της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις… … Dictionary of Greek
Γαλανός, Τζέιμς — (James Galanos, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ 1925 –). Αμερικανός σχεδιαστής μόδας, ελληνικής καταγωγής. Από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές μόδας του 20ού αι., θεωρείται από τους ανανεωτές των έτοιμων γυναικείων ενδυμάτων, αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στη … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Νιλ — (Neil Young, Τορόντο 1945 –). Καναδός μουσικός. Τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης και στιχουργός, ο Γ. θεωρείται από τους κορυφαίους της ροκ μουσικής. Μετακόμισε με την οικογένειά του σε μικρή ηλικία στο Γουίνιπεγκ, όπου άρχισε να πειραματίζεται … Dictionary of Greek